σαράπους

σαράπους
σᾰράπους, ποδος, , , acc. σαράπουν and, in Alc.37B, σάραπον:—
A splay-footed, Alc. l.c., Gal.19.136. (From σαίρω (B),= ἐπισύρων τὼ πόδε, D.L.1.81; from σαίρω (A),= διασεσηρότας καὶ διεστῶτας ἔχουσα τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν, Gal.l.c.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαράπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α στραβοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαίρω «σκουπίζω» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καμψί πους, πλατύ πους] …   Dictionary of Greek

  • SARAPUS — Graece Σαράπους et Σάραπος, cognomen Pittaci, unius e VII. Graeciae Sapientibus. Diogenes Laertius de illo, l. 1. c. 81. Τοῦτον Α᾿λκαῖος Σαράποδα μὲν καὶ Σάραπον ἐκάλει, διὰ τὸ πλατύπουνεἶναι καὶ ἐπισύρειν τὼ πόδε. Hunc Alcaeus Sarapodem et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”